- κεντρόφυγος
- -η, -ο(φυσ.), που έχει την τάση να απομακρυνθεί από το κέντρο, φυγόκεντρος: Κεντρόφυγη δύναμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεντρόφυγος — η, ο θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, φυγόκεντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centrifuge (< centri , πρβλ. κεντρο ) + fuge (πρβλ. φυξ < φεύγω). Η λ., στον λόγιο τ. κεντρόφυξ, μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
σαλίγκαρος — και σαλίγγαρος, ο, Ν 1. το σαλιγκάρι 2. συνεκδ. (παλαιότερα) διάδρομος σε σχήμα οστράκου σαλιγκαριού, στον οποίο ασκούνταν και εξετάζονταν οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων 3. ναυτ. κεντρόφυγος ανεμιστήρας για τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων τού… … Dictionary of Greek
φυγόκεντρος — η, ο 1. αυτός που φεύγει από το κέντρο προς την περιφέρεια, αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, ο κεντρόφυγος: Φυγόκεντρη δύναμη. 2. ο φυγοκεντρικός: Φυγόκεντρος ρυθμιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)